- κλίμ'
- κλίμα , κλίμαinclinationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκλιτος — η, ο (Α ἄκλιτος, ον) (στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται μσν. ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.) αρχ. 1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση 2. ο σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλίνω. ΠΑΡ. ακλισία] … Dictionary of Greek
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek
κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… … Dictionary of Greek
οικειόπιστος — οἰκειόπιστος, ον (Μ) 1. αυτός που πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνάμεις του, που έχει αυτοπεποίθηση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειόπιστον η αυτοπεποίθηση («βάρος τῷ ταπεινῷ τὸ οἰκειόπιστον», Ιω. Κλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + πιστός] … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
προεκπορθώ — έω, Μ 1. εκπορθώ προηγουμένως 2. αφανίζω προηγουμένως («νήσους προεκπορθῆναι», Ιωάνν. Κλίμ.) … Dictionary of Greek
συνδυασμός — ο, ΝΜΑ [συνδυάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη νεοελλ. 1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων») 2. συσχέτιση ή… … Dictionary of Greek
τετράξ — και τέτραξ, ὁ, Α το έτος επειδή αποτελείται από τέσσερεις εποχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + επίθημα αξ (πρβλ. κλῖμ αξ)] … Dictionary of Greek
τρίσειρος — και τρίσυρος, ον, Μ αυτός που έχει τρεις σειρές («τρίσειρος ἅλυσις», Ιω. Κλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σειρος (< σειρά), πρβλ. δεξιό σειρος] … Dictionary of Greek
υπνωτήριος — ον, Μ υπνωτικός, αυτός που φέρνει ύπνο («ὑπνωτήρια φάρμακα», Ιωάνν. Κλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνῶ, όω + κατάλ. τήριος (πρβλ. στρεβλω τήριος)] … Dictionary of Greek